Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013



Σου στήνω μία καλύβα, στοὺς αιώνες των αιώνων, ένα κήπο νὰ περπατάς, ένα ρυάκι να καθρεφτίζεσαι, μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ να μην σε βρίσκει ο άνεμος ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς στοὺς αιώνες των αιώνων! Σου στήνω τ᾿ όραμά σου πάνω σ᾿ όλους τοὺς λόφους, νὰ σου φυσάει τὸ φόρεμα η δύση με δυὸ τριαντάφυλλα, νὰ γέρνει ὁ ήλιος αντίκρυ σου και να μη βασιλεύει, νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φούχτες σου των παιδικών ματιών μου τὸ νερὸ στοὺς αιώνες των αιώνων!

Πάνε κι έρχονται οἱ άνθρωποι πάνω στὴ γή. Σταματάνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ένας αντίκρυ στὸν άλλο, μιλούν μεταξύ τους. Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται. Όμως, ἐσύ, δὲ λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες μὲς απὸ μένα, κάτω απ᾿ τα τόξα μου, όπως κι εγώ: προχώρησα ισα, μὲς απὸ σένα, κάτω απ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ένας μας μέσα στὸν άλλο, σὰ νάχαμε φτάσει. Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι κάτω απ᾿ τὴ θέα τους Ήσουν νερό, κατάκλυσες μέσα μου όλες τὶς στέρνες. Ήσουνα φώς, διαμοιράστηκες. Όλες οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια, στὸ στήθος, στο μέτωπο. Τ᾿ άστρα τὸ βλέπουνε, ότι: δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες και πλέον κατοικούμε τὴ γή.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου